ιροδρόμος

ιροδρόμος
ἱροδρόμος, ὁ (Α)
ποιητ. τ. τού ιεροδρόμος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιερόδρομος — ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, ον (Α) 1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες 2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ( ο)* + δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφί δρομος, υψί δρομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”